αλίπεδον

αλίπεδον
Η ελώδης έκταση μεταξύ της Αθήνας και του Πειραιά, όπου στρατοπέδευσαν οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία.
* * *
ἁλίπεδον, το (Α)
1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα
2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη, τόπος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁλίπεδον — plain by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπέδοις — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπέδῳ — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίπεδα — ἁλίπεδον plain by the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”